- εχθοδαπός
- ἐχθοδαπός, -όν (Α)επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + -δαπος. Το β' συνθετικό κατ' αναλογίαν προς το αλλο-δαπός*. Κατ' άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο-δοπός* με το β' συνθετικό πάλι κατ' αναλογίαν προς το αλλο-δαπός].
Dictionary of Greek. 2013.